αγωνιώ — βλ. πίν. 60 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγωνιώ — (Α ἀγωνιῶ, άω) [ἀγωνία] κατέχομαι από αγωνία, ανησυχώ υπερβολικά, φοβάμαι νεοελλ. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, παιδεύομαι, μοχθώ αρχ. αγωνίζομαι με προθυμία και ζήλο, παλεύω, συναγωνίζομαι … Dictionary of Greek
αγωνιώ — (μόνο στον ενεργ. ενεστ. και πρτ.), κατέχομαι από αγωνία, ανησυχώ πολύ: Αγωνιά για να μάθει τα αποτελέσματα των εξετάσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀγωνίῳ — Ἀγώνιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνίῳ — ἀγώνιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιώ — συναγωνιῶ, άω, Α [ἀγωνιῶ] αγωνιώ μαζί με κάποιον («αὐτὸν δὲ καὶ τοὺς φίλους συναγωνιῶντας», Πλούτ.) αρχ. βοηθώ στον αγώνα, συναγωνίζομαι … Dictionary of Greek
υπαγωνιώ — άω, Α αγωνιώ λίγο, έχω μικρή αγωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀγωνιῶ] … Dictionary of Greek
υπεραγωνιώ — άω, Α [ἀγωνιῶ] αγωνιώ για κάποιον, έχω μεγάλη αγωνία για κάποιον … Dictionary of Greek
TREPIDIARII Equi — memorantur Vegetio, de Arte Veterin. l. 1. c. 56. Quod nihilominus inventum constat a Parthis, quibus consuetudo est equorum gressus ad delicias dominorum hâc arte mollire: non enim circulis atque ponderibus praegravant, ut soluti ambulare… … Hofmann J. Lexicon universale
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek